H πρώτη αναφορά που μου ήρθε στο μυαλό όταν το διάβασα το κόμικς των Τάσου Ζαφειριάδη, Γιάννης Παλαβού και Θανάση Πέτρου, ήταν ο Lovecraft. Διαβάζοντας το ένιωσα την ίδια αίσθηση που διαπερνά το έργο του αμερικάνου συγγραφέα και είναι νομίζω πλέον διάχυτη. Την αίσθηση ότι ακόμα και αν η καθημερινότητα συνεχίζεται, ακόμα και αν εκτελούμε τις υποχρεώσεις μας κανονικά, ακόμα και αν καμιά φορά διασκεδάζουμε, κάτι δεν πάει καλά. Ενώ όμως στον Lovecraft η λύση έρχεται με τη μορφή του τέρατος που αποδίδει την δικαιοσύνη του, στο Γρα-Γρου έρχεται με τη μορφή μίας αρκούδας που κάθεται για δείπνο, όπου το φαγητό λειτουργεί ως μία μεταγλωσσική γέφυρα ανάμεσα στο ανθρώπινο και στο διαφορετικό. Το Γρα-Γρου, λειτουργώντας ως γέφυρα το ίδιο, κάνει εδώ κάτι σπουδαιο. Παίρνει το “eerie” (το μυστηριώδες, το συναίσθημα που προκαλεί η ανεπάρκεια μίας παρουσίας ή απουσίας) και το “weird” (το περίεργο, το συναίσθημα που προκαλεί κάτι που υπάρχει, αλλά δεν ανήκει εδώ), όπως τα όρισε ο Mark Fisher, και τα μπλέκει μαζί. Η μυστηριώδης παρουσία του γεφυριού, και οι παρουσίες και απουσίες που προκαλεί, δίνουν τη θέση τους στην περίεργη παρουσία της αρκούδας. Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι τρομακτικό. Αντί για τη λύση του μυστηρίου, έχουμε την συμφιλίωση με το περίεργο, με ένα αέρα αισιοδοξίας να μένει στο τέλος.
Δεν συνηθίζω να κάνω άμεσες συγκρίσεις, αλλά για μένα το Γρα-Γρου είναι ανώτερο από το Here του Richard McGuire. Γιατί ενώ ο MacGuire προσπαθεί -και όντως καταφέρνει- να βγάλει από το κάδρο τον ανθρώπινο παρεμβατισμό ως κινητήριο μοχλό της ιστορίας, καταλήγει να γίνεται σχετικιστής και ισοαποστάκιας, αντανακλώντας τις αδυναμίες της αντικειμενοστραφούς οντολογίας. Το πρόβλημα δεν είναι ο άνθρωπος γενικά κι αόριστα, αλλά συγκεκριμένες σχέσεις του ανθρώπου με τον εαυτό του, τους άλλους ανθρώπους και τον κόσμο. Το Γρα-Γρου μας υπενθυμίζει ένα είδος σχέσης που έχει σχεδόν εκλείψει: τη μαστοριά. Μία σχέση βαθειά αντιεξουσιαστική, όπου άνθρωποι, μη-άνθρωποι, και ύλη δουλευουν και γίνονται μαζί, όχι από άγνοια των ιδιαιτεροτήτων τους, αλλά εξαιτίας της βαθειάς και αμοιβαίας κατανόηση τους. Όταν φτιάχνεται ο καινούργιος αυτοκινητόδρομος στην κυρίαρχη λογική της ταχύτητας και της παραγωγικότητας, η μαστοριά που έχει μπει στην παρασκευή του φαγητού, ενισχυόμενη από την κίνηση προσφοράς της ηρωίδας, είναι εκεί για να χτίσει μία καινούργια γέφυρα ανάμεσα στους πρόσφυγες του μοντερνισμού, είτε αυτοί έχουν ανθρώπινη μορφή, είτε όχι.
Το ίδιο το έργο είναι σπουδαίο, γιατί δεν μιλάει απλά γι’ όλα αυτά. Τα ενσωματώνει. Eίναι αποτέλεσμα μαστοριάς, και δεν χρειάζεται κάποιος να έχει παρακολουθήσει την ομιλία του Τάσου του Ζαφειριάδη στην ημερίδα για τα Graphic Novel (ή όπου αλλού έδωσαν οι δημιουργοί του) για την έρευνα που έγινε για να το αντιληφθεί αυτό. Φαίνεται, σε μένα τουλάχιστον, ότι οι δημιουργοί δημιούργησαν και δημιουργήθηκαν μέσα από το έργο, και αυτό φαίνεται και στην πληροφορία (τα “κουδαρίτικα” για παράδειγμα) και -κυρίως- στην ατμόσφαιρα, που είναι γεμάτη παύσεις, περιέργεια και αμφιβολία. Με τοπική ευαισθησία αλλά με θεματολογία ευρύτερης και ζωτικής σημασίας, κατανόηση της ιστορίας και του ρόλου του ανθρώπου σε αυτή, αλλά χωρίς νοσταλγική διάθεση, στέκεται με παρρησία μπροστά σε αυτά που δεν μπορούμε να ελέγξουμε και προσκαλεί σε δείπνο όλα αυτά που θα έρθουν. Προσβάσιμο αλλά όχι μειωμένο, περίπλοκο αλλά όχι τρομακτικό, πολύσημο αλλά με μία εσωτερική ακεραιότητα, είναι, νομίζω, ένα σπάνιο έργο λαϊκής τέχνης.
Μπροστά σ’ όλα αυτά, έργα όπως το Τζόκερ φαίνονται απλοϊκά, κενά και θορυβώδη μαζί, και είναι είναι κρίμα να έχουμε αυτά τα έργα και αυτούς του ανθρώπους ανάμεσά μας και να περιμένουμε να έρθει μία μαζική κουλτούρα από τα πάνω να μας πει ή να μας δείξει κάτι. Με έργα όπως το Γρα-Γρου έχουμε ότι χρειαζόμαστε για να φτιάξουμε, σιγά σιγά, μία δική μας μαζική κουλτούρα, μαζικοποιώντας αυτού του είδους τη λαϊκή τέχνη. Αυτό σημαίνει μία ενεργή στάση όχι μόνο στο πως προσλαμβάνουμε ένα έργο ως περιεχόμενο, αλλά και στο πως το βρίσκουμε, πως μιλάμε γι αυτό, και πως το συνδέουμε με άλλα έργα και ανθρώπους. Καμιά φορά, και αυτό είναι ίσως και το πιο δύσκολο, μπορεί να σημαίνει ότι πρέπει να αντισταθούμε στις δικές μας επιθυμίες για το τι θα θέλαμε να δούμε, για το πως πρέπει να είναι και τι πρέπει να κάνει ένα έργο μαζικής κουλτούρας. Έτσι όμως γινόμαστε κι εμείς, κι έτσι γεννιέται το καινούργιο.
Δεν συνηθίζω να γράφω θεωρητικές παπάτζες, αλλά έχουμε γενέθλια και νιώθω όπως πρέπει περίπου να ένιωσε ο Mark Fisher όταν άκουσε για πρώτη φορά τη μουσική του Burial. Το Γρα-Γρου είναι έργο αντίστοιχης σημασίας, πρωτοπόρο του ελληνικού μαγικού ρεαλισμού, και ελπίζω να βρει τους δρόμους που χρειάζεται για να ανοίξει τους δρόμους που του αξίζουν.