Χθες το βράδυ ήμουνα σε υπερένταση με το διδακτορικό, σκεφτόμουνα το μέλλον της εργασίας και τα λοιπά, είχα να παραδώσω και ένα report, και εκεί κατά τις δύο το πρωί μου τα έσκασε…
ΤΙ ΤΑΙΝΙΑΡΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΓΚΟΤΖΙΛΑΣ ΚΑΙ Ο ΚΙΝΓΚ ΚΟΝΓΚ!
Δεν κάνω πλάκα, εργασιακά θα το πιάσω, είναι η ταινία που βρήκε ρόλο στους ανθρώπινους ηθοποιούς, εκεί που οι πρωταγωνιστές είναι οι υπέρχοι CGI συνάδελφοι τους. Όταν έβλεπα την ταινία, πριν από καμιά δεκαριά μέρες, είχα συνεχώς μία περίεργη αίσθηση – χτυπούσε το καμπανάκι. Ως συνήθως, για να προχωρήσει η πλοκή, οι άνθρωποι κάνουν πανηλίθια πράγματα που δεν βγάζουν κανένα νόημα. Ή αυτό θα γίνεται σε τέτοιες ταινίες, ή θα πετάνε φιλοσοφικές αρλούμπες όπως στο πρώτο Γκοτζίλα της σειράς, που βγάζουν ακόμα λιγότερο νόημα, ή θα σκίζονται να σώσουν τον κόσμο χωρίς να έχουν αντίληψη του πόσο πορδές φαίνονται ανάμεσα στις ορδές των γιγαντιαίων ρομπότ/τεράτων/μουσακάδων και τα λοιπά. Είναι θέμα ο ρόλος των ανθρώπων γενικότερα, αλλά ειδικά σε αυτές τις ταινίες είναι προβληματικός.
Στην ταινία του Wingard οι άνθρωποι κάνουν λίγο από όλα αυτά, αλλά τίποτα δεν ξενίζει. Διάβαζα μία κριτική η οποία έλεγε ότι και να έλειπε ο χαρακτήρας της Millie Bobby Brown δεν θα άλλαζε τίποτα στην πλοκή. Όντως. Εκεί όμως είναι και η ουσία αυτού που θέλω να πω. Το ερώτημα είναι: Παρόλο που ο χαρακτήρας της δεν έχει επίδραση στην πλοκή, θα θέλαμε να λείπει; Όχι! H παρουσία της εξυπηρετεί κάποιο σκοπό. Όχι τον συνηθισμένο, να ταυτιστούμε μαζί της ή να προχωρήσει την πλοκή. Όλη η ταινία είναι τα τέρατα, δεν υπάρχει αμφιβολία. Κάποιες κριτικές της ταινίας εξυμνούν την απόφαση του σκηνοθέτη να δώσει χώρο και χρόνο στα τέρατα, και να περιορίσει τους ανθρώπους σε ένα δεύτερο ή τρίτο ρόλο.
Εκεί έρχεται η θεωρία μου ταράμ ταράμ. Δεν πιστεύω ότι οι ανθρώπινοι ηθοποιοί απλά ‘υποχώρησαν’ σε ένα δεύτερο ρόλο. Πιστεύω ότι, για να το βάλω κάπως εμφατικά, άλλαξαν επάγγελμα. Οι ανθρώπινοι ηθοποιοί μοιάζουν περισσότερο με τους υπαλλήλους ενός κινηματογράφου, αυτούς που κόβουν τα εισιτήρια, τους ταξιθέτες/τριες, τους υπαλλήλους στο μπαρ, ακόμα και τον τύπο που γυρνάει με το αυτοκίνητο με τη ντουντούκα και ενημερώνει για την ταινία που παίζεται. Δεν επηρεάζουν την πλοκή της ταινίας, αλλά προσπαθούν να κάνουν αυτό που μπορούν ώστε όταν τα τέρατα πλακωθούν -γιατί θα πλακωθούν, το πως και το γιατί δεν έχουν σημασία-, εμείς να είμαστε εκεί. Κάποιοι κάνουν όντως πανηλίθια πράγματα, αλλά το κάνουν επειδή είναι η δουλειά τους. Ένας ταξιθέτης/τρία θα κάνει συγκεκριμένα πράγματα στην ώρα της εργασίας της, δεν μπορούμε να έχουμε απαίτηση να μας κάνουν όλα τα χατίρια. Μπορούν όμως, με ένα νεύμα, μία κίνηση, να μας κανουν να αισθανθούμε καλοδεχούμενοι. Έχουν δικαίωμα επίσης, εάν έτσι νιώθουν, να μην το κάνουν. Το ζητούμενο δεν είναι η τυπικότητα, αλλά η αλήθεια.
Οι ανθρώπινοι ηθοποιοί του ΓΚΟΤΖΙΛΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΝΓΚ (δεν γίνεται να το γράφεις με μικρά) είναι αυτοί οι εργαζόμενοι. Λένε και κάνουν ηλίθια πράγματα, πράγματα που φαινομενικά δεν έχουν καν κανένα νόημα. Αλλά δεν γίνονται ποτέ καρικατούρες του εαυτού τους, η ταινία δεν γίνεται ποτέ B-movie, δεν βγάζει εύκολο γέλιο, ούτε το παίζουν σωτήρες και μεσσίες. Είναι εργαζόμενοι που κάνουν την δουλειά τους με νοιάξιμο, με νοιάξιμο προς τους θεατές, με νοιάξιμο προς τα τέρατα, και με νοιάξιμο προς την ίδια την δουλειά τους. Είναι καλοί ηθοποιοί, γι αυτό δεν υποκρίνονται.
Δεν μπορώ να είμαι σίγουρος, αλλά πιστεύω ότι εκεί οφείλεται και μέρος της επιτυχίας της ταινίας στην περίοδο της καραντίνας. Ή ταινία είναι μεγάλη, ως τέτοια τη νιώθεις. Όχι σε διάρκεια (κάτω από δύο ώρες), ούτε καν για το μεγεθος των τεράτων της, αλλά γιατί φτιάχνει μία οικολογία ρόλων και ανοίγεται πέρα από τα όρια και της μεγαλύτερης οθόνης. Είναι πολύ σημαντικό για ένα μετα-ανθρωποκεντρικό σινεμά να βρίσκει την ανθρωπιά. Δεν είναι τέλεια, αλλά δείχνει ένα δρόμο. Θα ήθελα πολύ να περνούσε κάποιος με ντουντούκα και να μου πει τί έργο παίζει σήμερα. Η ταινία πήγε σε αυτό όσο πιο κοντά μπορούσε.