Πριν αρκετό καιρό, είχα μία μία συνάντηση με μία ακαδημαϊκό για να κάνω διδακτορικό μαζί της. Μου άρεσε η δουλειά της, και ο χώρος στον οποίο ανήκει γενικά, αλλά δεν ταυτιζόμουν κιόλας, και είχα αποφασίσει από τη πρώτη συνάντηση να το κάνω αυτό σαφές, ώστε να μην έχω θέματα ελευθερίας και έκφρασης στη συνέχεια.
Αυτό ήταν σωστό στη θεωρία, αλλά στην πράξη αποδείχθηκε πολύ πιο δύσκολο από όσο νόμιζα. Πήγα ο καημένος σα βρεγμένη γάτα και άρχιζα να ψελλίζω κάτι ακατανόητα μισόλογα, μέχρι που εκείνη με έβγαλε από τα βάσανα μου διακόπτοντας με ευγενικά με μία φράση: “Μην ανησυχείς, καταλαβαίνω ότι είσαι ένας κριτικός φίλος”. Συνέχισε λέγοντας πόσο χρήσιμο είναι αυτό κλπ κλπ, αλλά εγώ είχα μείνει σε αυτή τη φράση, που δεν την είχα ακούσει ποτέ, και σε αυτή τη σχέση που δεν ήξερα ότι υπάρχει. Νομίζω ότι δεν την ήξερα, και γι αυτό δεν ήξερα και πως να μιλήσω για αυτή, επειδή δεν την ξέρουμε στην Ελλάδα γενικά, αν και ξέρουμε καλά από άλλου είδους σχέσεις, σχέσεις στενές, δυνατές, που ανάλογα με τις συνθήκες, γίνονται σχέσεις στήριξης ή σχέσεις καταπίεσης.
Το πως διαπραγματεύεται κανείς την απόσταση σε μία σχέση είναι από τα βασικά πράγματα που τη νοηματοδοτούν. Μιλώντας πολύ προσωπικά και πολύ γενικά, για μένα υπάρχει μία βέλτιστη απόσταση από την άλλη οντότητα της σχέσης: Τόσο κοντά ώστε να μη σε αποξενώνει, και τόσο μακριά ώστε λίγο να σε μετακινεί.